-
1 рвать
рвать 1) (разрывать) (ξε)σχίζω, κόβω 2) (срывать ) κόβω, μαζεύω (цветы и т. л.) 3) (прекращать) σταματώ· κόβω, διακόπτω· \рвать отношения διακόπτω τις σχέσεις* * *1) ( разрывать) (ξε)σχίζω, κόβω2) ( срывать) κόβω, μαζεύω (цветы и т. п.)3) ( прекращать) σταματώ; κόβω, διακόπτωрвать отноше́ния — διακόπτω τις σχέσεις
-
2 разрывать
разрывать Iнесов1. (ξε)σχίζω, κομματιάζω, καταξεσχίζω/ ξηλώνω (по шву)/ σπάζω (о веревке и т. п.):\разрывать письмо σχίζω τό γράμμα·2. перен διακόπτω, ξεκόβω, σπάζω:\разрывать отношения διακόπτω τίς σχέσεις· \разрывать цепи рабства σπάζω τίς ἀλυσίδες τής σκλαβιάς.разрывать IIнесов1. (землю и т. п.) σκάβω, σκάπτω, ἀνασκάπτω·2. перен ἀνακατώνω. -
3 рвать
рвать I1 несов1. (на части) (ξε)σχίζω/ κόβω (нить, веревку)·2. (срывать) κόβω, μαδώ:\рвать траву́ κόβω χόρτα· \рвать цветы κόβω λουλούδια·3. (выдергивать) βγάζω, ξεριζώνω:\рвать зубы βγάζω (или ξεριζώνω) τά δόντια· \рвать с корнем ξεριζώνω· \рвать из рук ἀρπάζω ἀπ' τά χέρια·4. перен (прекращать) διακόπτω, κόβω:\рвать отношения διακόπτω τίς σχέσεις· ◊ \рвать и метать разг εἶμαι ἐξω φρενών, εἶμαι Εξαλλος· \рвать на себе волосы τραβώ τά μαλλιά μου.рвать IIнесов безл (о рвоте) ξερνώ:его́ рвет τοῦ ἐρχεται ἐμετός, κάνει ἐμετό. -
4 сношение
сношени||ес1. ἡ σχέση, ἡ ἐπικοινωνία:дипломатические \сношениея οἱ διπλωματικές σχέσεις· прерывать с кем-л, \сношениея διακόπτω τίς σχέσεις μέ κάποιον2. мед. ἡ συνουσία- -
5 разойтись
1. (рассеяться, исчезнуть) (δια)σκορπίζομαι 2. (оказаться распроданным, раскупленным) καταναλώνομαι, αναλώνομαι, αναλίσκομαι, εξαντλούμαι 3. (уйти в разные стороны, разделиться на несколько частей) (δια)χωρίζομαι 4. (разъединиться, раздвинуться в стороны) ανοίγομαι, ανοίγω 5. (с кем-л. в чём-л.) διαφωνώ 6. (прекратить связь, порвать отношения) χωρίζω, ξεκόβω, διακόπτω (τις σχέσεις) 7. (распро-страниться где-л., среди кого-л.) κυκλοφορώ, διαδίδομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разойтись
-
6 разорвать
-рву, -рвшь, παρλθ. χρ. разорвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разорванный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. ξεσχίζω, κατασχίζω, καταξεσχίζω•разорвать бумагу καταξεσχίζω το χαρτί•
разорвать письмо καταξεσχίζω το γράμμα,
μτφ. σπάζω• κόβω•разорвать цепи σπάζω τις αλυσίδες•
разорвать окобы σπάζω τα δεσμά.
|| διαταράσσω•лай -ал тишину το γαύγισμα διατάραξετην ησυχία.
|| κατασπαράσσω•волк -ал обцу ο λύκος κατασπάραξε την προβατίνα.
2. ανατινάζω•разорвать мост ανατινάζω τη γέφυρα.
3. μτφ. διακόπτω, κόβω•разорвать дипломатические отношения διακόπτω τις διπλωματικές σχέσεις•
разорвать связь κόβω τη σύνδεση ή το δεσμό.
|| μτφ. ακυρώνω•договор ξεσχίζω (κουρελιάζω) τη συμφωνία.4. κατακομματιάζω.εκφρ.чтоб тебя -ло ή разорвало – να σκάσεις• να πάθεις κακό• από το θεό να το βρεις.1. ξεσχίζομαι, κατασχίζομαι.2. σκάζω, εκρήγνομαι•снаряд разорватьлся около него το βλήμα έσκασε κοντά του.
3. μτφ. διακόπτομαι, κόβομαι (για σχέσεις, δεσμό κ.τ.τ.).4. μτφ. προσπαθώ πάρα πολύ, βάζω όλα τα δυνατά.5. κατακομματιάζομαι.εκφρ.хоть -йсь! – ό,τι και να κάνεις αυτό δε γίνεται (λόγω επείγουσας, σοβαρής απασχόλησης). -
7 порвать
порватьсов1. см. рвать I 1·2. (прекратить) διακόπτω:\порвать дипломатические отношения διακόπτω τίς διπλωματικές σχέσεις· \порвать с прошлым κόβω μέ τό παρελθόν \порвать с друзьями κόβω μέ τους φίλους μου. -
8 отношение
1. (мат) η σχέση, ο λόγοςдвучленное - διθέσια/διμελής -дисковое - (гребного винта) мор. - (της ανεπτυγμένης) επιφάνειας της έλικας (προς την επιφάνεια του δίσκου)шаговое - (гребного винта) мор. - του βήματος (της έλικας) (προς τη διάμετρο)2. (пропорция) η αναλογία, η σχέσηв процентном - ии σε - επί τοις εκατόν (%)3. (взаимная связь, зависимость разных величин, предметов, явлений, соотношение между чем-л.) η σχέσηиметь - έχει σχέση, σχετίζεται με..4. -ия мн. (связь между кем-л., образующаяся из общения на какой-л. почве) οι σχέσειςтемпоральные - лингв. χρονικές -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отношение
-
9 прекратить
прекратитьсов, прекращать несов παύω 0««т·), σταματώ (μετ.) / διακόπτω, κόβω (прерывать):\прекратить разговор παύω τήν συζήτηση· \прекратить работу σταματώ τή δουλειά· \прекратить знакомство κόβω τίς σχέσεις. -
10 прекратить
-ащу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прекращённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.διακόπτω, σταματώ, παύω, κόβω, τερματίζω•прекратить военные действия τερματίζω τις πολεμικές επιχειρήσεις (τις εχθροπραξίες)•
разговор κόβω την κουβέντα•
прекратить сношения κόβω σχέσεις•
прекратить беспорядки σταματώ τις αταξίες•
-ите работу! σταματήστε τη δουλειά!
σταματώ, παύω τερματίζομαι•дождь -йлся η βροχή σταμάτησε•
боль -лась ο πόνος σταμάτησε.
-
11 разорвать
1. (разделить на части) κόβω, σκίζω 2. (взрывом разнести на части) εκρυγνύω 3. (порвать) σκίζω 4 (напр. договор, отношения и т.п.) διακόπτω- дипломатические отношения - τις διπλωματικές σχέσεις.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разорвать
См. также в других словарях:
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek
θυμώνω — (ΑΜ θυμῶ, όω, Μ και θυμώνω) 1. (μτβ.) προκαλώ την οργή κάποιου, κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εκνευρίζω, επισύρω την οργή του, τον φουρκίζω 2. (αμτβ.) (ενεργ. και μέσ. παθ.) θυμώνω, θυμώνομαι (νεοελλ. μσν.), θυμῶ, θυμοῡμαι (μσν. αρχ.)… … Dictionary of Greek
μαλώνω — (Μ μαλώνω και μαλλώνω) 1. κάνω δριμείες παρατηρήσεις, επιπλήττω, επιτιμώ («μην τό μαλώνεις το παιδί κάθε τόσο») 2. διαπληκτίζομαι, φιλονικώ, καβγαδίζω («κάθε βράδι αυτό το ζευγάρι μαλώνει») 3. συμπλέκομαι, συγκρούομαι 4. πολεμώ 5. επιτίθεμαι… … Dictionary of Greek
μαλώνω — μάλωσα, μαλωμένος 1. μτβ., επιτιμώ κάποιον, επιπλήττω κάποιον: Ο δάσκαλος τους μάλωσε γιατί δεν πρόσεχαν στο μάθημα. 2. αμτβ., φιλονικώ, λογομαχώ, καβγαδίζω: Χώρισαν γιατί μάλωναν συνέχεια. 3. (συνεκδοχ.), διακόπτω τις σχέσεις με κάποιον ύστερα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφίσταμαι — (AM ἀφίσταμαι, Α και ἀφίστημι) 1. βρίσκομαι σε απόσταση, μακριά από κάποιον, απέχω 2. παραιτούμαι από κάτι, δεν μετέχω σε κάτι αρχ. Ι. ενεργ. 1. απομακρύνω, βάζω κατά μέρος, παραμερίζω, αποκλείω 2. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι 3. ανατρέπω,… … Dictionary of Greek
σχολάζω — ΝΜΑ, και σκολάζω και σχολώ ή σχολάω και σκολώ ή σκολάω και σχολνώ ή σχολνάω και σκολνώ ή σκολνάω Ν, και βοιωτ. τ. σχολάδδω Α σταματώ να κάνω κάτι, διακόπτω την εργασία μου για να αναπαυθώ (α. «συνήθως σχολάμε στις δύο» β. «σχολάσαμε νωρίς από το… … Dictionary of Greek